ἀνώτατοι

ἀνώτατοι
ἀνώτατος
topmost
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ελλανοδίκες — Ανώτατοι άρχοντες, κριτές των Ολυμπιακών αγώνων κατά την αρχαιότητα. Αρχικά εκλέγονταν από ένα μέλος δύο οικογενειών της Πίσας και της Ίλιδας, αλλά από το 580 π.Χ. το προνόμιο αυτό απέκτησαν όλοι οι κάτοικοι της Ηλείας που εκλέγονταν με κλήρο.… …   Dictionary of Greek

  • Κορέα, Νότια — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 98.480 τ. χλμ. Πληθυσμός: 48.324.000 (2002) Πρωτεύουσα: Σεούλ (9.853.972 κάτ. το 2000)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το νότιο τμήμα της Κορεατικής χερσονήσου. Συνορεύει με τη… …   Dictionary of Greek

  • Άρειος πάγος — I Χαμηλός (115 μ.) πετρώδης λόφος της Αθήνας, ΒΔ της Ακρόπολης, που έχει συνδεθεί με τις πανάρχαιες παραδόσεις του τόπου. Πάγος σημαίνει πετρώδης βράχος· για τη σημασία του Άρειος υπάρχουν πολλές απόψεις: μία τον συνδέει με τον Άρη, άλλη, και η… …   Dictionary of Greek

  • αγρότης — I Ο καλλιεργητής της γής, ο γεωργός· με ευρύτερη έννοια, ο κάτοικος της υπαίθρου.Η μορφή του α. διαγράφεται καθαρά από τους πρώτους ιστορικούς χρόνους. Διαφέρει από τη μορφή του κατοίκου των αστικών κέντρων και εμφανίζει ιδιαίτερα κοινωνικά… …   Dictionary of Greek

  • ακοσμία — Φιλοσοφικός όρος τον οποίο χρησιμοποίησε ο Αριστοτέλης για να δηλώσει την αναρχική κατάσταση των πόλεων της Κρήτης, όταν δεν υπήρχαν κόσμοι, όπως λέγονταν οι ανώτατοι άρχοντες στις κρητικές πόλεις. Στα νεότερα χρόνια τον όρο χρησιμοποίησε πρώτος… …   Dictionary of Greek

  • δεκάπρωτοι — δεκάπρωτοι, οι (Α) 1. (λατ. decemprimi) οι ανώτατοι δημοτικοί άρχοντες μιας πόλης 2. (λατ. decemviri) οι δέκανδροι, οι δέκα άρχοντες. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. decemprimi «οι δέκα πρώτοι»] …   Dictionary of Greek

  • κόσμος — I Τίτλος διαφόρων εφημερίδων και περιοδικών. 1. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Αθήνα από τον Κ. Σταθόπουλο το 1861. 2. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Κωνσταντινούπολη από τους Μ. Καλλέργη και Ι. Τανταλίδη το 1882. 3. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Αθήνα… …   Dictionary of Greek

  • μεσάζω — και μεσιάζω και μισάζω και μισιάζω (ΑM μεσάζω) [μέσος] διαιρώ κάτι στη μέση, διχοτομώ νεοελλ. 1. καταναλώνω τη μισή ποσότητα από κάτι («τό μεσάσαμε το κρασί») 2. (η μτχ. ενεστ. αρσ. και θηλ. ως ουσ.) ο μεσάζων, η μεσάζουσα το μέντιουμ νεοελλ. μσν …   Dictionary of Greek

  • ουλεμάς — Από το αραβικό αλίμ = σοφός. Μορφωμένος, απόφοιτος ιερατικής σχολής, που έχει το δικαίωμα να διοριστεί ιεροδικαστής. Οι ο. αποτελούσαν στην Οθωμανική αυτοκρατορία ιδιαίτερο σώμα διδακτόρων του μουσουλμανικού δικαίου και είχαν πολλά προνόμια,… …   Dictionary of Greek

  • πρωτόκοσμος — Έτσι ονομαζόταν κατά τους δωρικούς χρόνους, στις δωρικές πόλεις της Κρήτης, ο πρώτος των αρχόντων, δηλαδή όπως θα λέγαμε σήμερα, ο πρωθυπουργός. * * * ὁ, Α (στην Κρήτη) ο πρόεδρος τού συλλόγου τών κόσμων, δηλαδή τών δέκα ανώτατων ενιαύσιων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”